αναισχυντογράφος

αναισχυντογράφος
ο (Α ἀναισχυντογράφος)
αυτός που γράφει ανήθικα πράγματα, ανηθικογράφος, πορνογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσχυντος + -γράφος < γράφω).
ΠΑΡ. νεοελλ. αναισχυντογραφία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀναισχυντογράφων — ἀναισχυντογράφος obscene writer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • αναίσχνυντος — –η, ο (Α ἀναίσχυντος, ον) αυτός που δεν ντρέπεται, αναιδής, αδιάντροπος αρχ. 1. (για πράγματα) αισχρός, απαίσιος, αποτρόπαιος 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀναίσχυντον η αναισχυντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἰσχύνομαι. ΠΑΡ. αναισχυντία,… …   Dictionary of Greek

  • αναισχυντογραφία — η το να γράφει κανείς αναίσχυντα, ανήθικα πράγματα, ανηθικογραφία, πορνογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναισχυντογράφος. Η λ. «αναισχυντογραφίαι» μαρτυρείται από το 1863 στον Ιω. Σταματέλο, φιλόλογο και συγγραφέα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”